λεβεντονιός

λεβεντονιός
ο, θηλ. -ιά
νέος με τα χαρακτηριστικά τού λεβέντη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεβέντης + νιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λεβεντονιός — ο νέος λεβέντης: Ένας λεβεντονιός έσυρε το χορό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεβεντόπαιδο — το λεβεντονιός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”